κατασκευάζει

κατασκευάζει
κατασκευάζω
equip
pres ind mp 2nd sg
κατασκευάζω
equip
pres ind act 3rd sg
κατασκευάζω
equip
pres ind mp 2nd sg
κατασκευάζω
equip
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματοποιός — ο 1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα 2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργός — ό (ΑΜ λεπτουργός, όν) 1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιός — ο (Α μηχανοποιός) νεοελλ. αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός αρχ. 1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές 2. ο μηχανικός τού θεάτρου 3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια 4. φρ. «μηχανοποιὸν… …   Dictionary of Greek

  • νεουργός — (I) νεουργός, όν (Α) 1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.) 2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλάριος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει στέγες σπιτιών από κομμάτια ξύλου, από πελεκούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scandularius / scindularius «αυτός που κατασκευάζει στέγες από πελεκούδια»] …   Dictionary of Greek

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”